- χορομανής
- χορο-μᾰνής, ές,A mad after dancing,
τρόπος Ar.Th.961
(lyr.); cf. χοροιμανής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρόπος Ar.Th.961
(lyr.); cf. χοροιμανής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορομανής — ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α μανιώδης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α συνθετικό χοροῖ, τοπική τού χορός (πρβλ. χοροι θαλής) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
χορομανεῖ — χορομανής mad after dancing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χορομανής mad after dancing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
χοροιμανής — ές, Α (επικ. τ.) βλ. χορομανής … Dictionary of Greek
χορομανία — η, Ν 1. μανιώδης αγάπη για τον χορό 2. ιατρ. χορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek